Δώδεκα μέρες μετά την διαδικασία της εμβρυομεταφοράς μπορεί να γίνει το τεστ κυήσεως. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει το τεστ κυήσεως είναι η λήψη αίματος για τον προσδιορισμό της χοριακής γοναδοτροπίνης. Στην περίπτωση που το τεστ είναι θετικό δύο βδομάδες αργότερα θα πρέπει να γίνει ο πρώτος υπερηχογραφικός έλεγχος κατά τον οποίο θα πρέπει να δούμε το σάκο ή τους σάκους με το έμβρυο μέσα στη μήτρα. Η προσοχή θα πρέπει να μην γίνεται το τεστ κυήσεως σε λιγότερο χρονικό διάστημα των δώδεκα ημερών. Αν το τεστ είναι αρνητικό ή φαρμακευτική αγωγή που έχει δοθεί στην ασθενή θα πρέπει να διακόπτεται. Είναι πολύ σημαντικό το ζευγάρι να συναντήσει τον γιατρό το συντομότερο δυνατόν προκειμένου να διερευνηθούν οι αιτίες αποτυχίας και να σχεδιασθεί ο επόμενος κύκλος θεραπείας πάνω στα νέα δεδομένα. Είναι σημαντικό οι ασθενείς να κατανοήσουν ότι μία αποτυχία μπορεί να είναι ένα γεγονός αρνητικό αλλά από την άλλη πλευρά μας δίνει τη δυνατότητα να σχεδιάσουμε την επόμενη θεραπεία με μεγαλύτερη ακρίβεια και να δούμε πως το σώμα της ασθενούς αντέδρασε στη θεραπεία μέχρι εκείνη τη στιγμή.Φυσικά καθόλη τη διάρκεια του κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης υπάρχει η δυνατότητα ψυχολογικής υποστήριξης από ομάδα ειδικών ψυχολόγων.