Εφόσον μια γυναίκα εμφανίζει κλινικά στοιχεία από το ιστορικό και εργαστηριακή επιβεβαίωση από τον έλεγχο θρομβοφιλίας, τότε είναι υποψήφια για θεραπευτική αγωγή. Επειδή η αγωγή αποτελείται από αντιπηκτικά φάρμακα, κάποιος έμπειρος σε αυτά τα θέματα αιματολόγος θα πρέπει να κρίνει κατά πόσο είναι ασφαλής η έναρξη αγωγής ή υπάρχει κίνδυνος αιμορραγίας και άρα αντένδειξη για την αγωγή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις που αφορούν στην ανάπτυξη θρομβώσεων σε προηγούμενη κύηση ή κατά τα λήψη αντισυλληπτικών ή εάν υπάρχουν άλλες κλινικές καταστάσεις, η χορήγηση αγωγής έχει απόλυτη ένδειξη χωρίς την ανάγκη ελέγχου θρομβοφιλίας. Είναι και πάλι δουλειά του αιματολόγου να αναγνωρίσει αυτές τις καταστάσεις.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αρκετές πολύ πρόσφατες και μεγάλες μελέτες και μετα-αναλύσεις έχουν πλέον αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από την «προληπτική» χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής σε γυναίκες με ανεξήγητες αποβολές και αρνητικό έλεγχο θρομβοφιλίας και ακόμα περισσότερο σε γυναίκες χωρίς σχετικό ιστορικό επειδή ο έλεγχος θρομβοφιλίας (στον οποίο υπεβλήθησαν χωρίς ένδειξη) ήταν θετικός. Με άλλα λόγια, η έκβαση της κύησης θα είναι η ίδια ανεξάρτητα από τη χορήγηση ή μη αντιπηκτικής αγωγής.
Posted in: Θρομβοφιλία στην εγκυμοσύνη