To τεστ ακοής είναι μια σχετικά καινούργια μέθοδος για την ανίχνευση προβλημάτων ακοής από τις πρώτες κιόλας ημέρες της γέννησης που μπορούν να δώσουν αξιόπιστες απαντήσεις σχετικά με την διαβατότητα των αυτιών ενός νεογέννητου.
Η χρήση του είναι ευρέως διαδεδομένη και τα αποτελέσματα αυτού του τεστ μπορούν να προϊδεάσουν για την ύπαρξη προβλημάτων ακοής που με σύντομη αντιμετώπιση αποκαθιστούν επαρκώς το πρόβλημα σε αρκετά βρέφη.
Ωστόσο νέα έρευνα δείχνει πως κάποια παιδιά που πέρασαν ως νεογέννητα το τεστ αυτό φαίνεται να παρουσιάζουν προβλήματα κώφωσης ή μειωμένης ακοής στην παιδική τους ηλικία. Κάποια από τα παιδιά αυτά θα διαγνωστούν λανθασμένα με φυσιολογικό τεστ ακοής ως νεογέννητα ,ωστόσο κάποια θα αναπτύξουν επίκτητη κώφωση με αιτιολογικούς παράγοντες που εμφανίζονται στη βρεφική και νηπιακή τους ηλικία.
Σε νέα έρευνα που μελέτησε 923 παιδιά τα 78 από αυτά είχαν φυσιολογικό τεστ ακοής ως νεογέννητα αλλά τα 28 από αυτά φαίνεται να αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα σύμφωνα με τους γονείς ενώ τα 25 δεν πέρασαν το αντίστοιχο τεστ στην σχολική ηλικία. Δεν υπήρχε κάποια αναγραφόμενη αιτία στο ιστορικό των μισών παιδιών που να δικαιολογεί κάποιο πρόβλημα ακοής. Τα υπόλοιπα ανέπτυξαν ως φαίνεται πρόβλημα ακοής λόγω γενετικών παραγόντων, ανατομικών δυσμορφιών ή λόγω μόλυνσης.
Για την ομάδα αυτών των παιδιών που δεν υπήρξε κάποιο αίτιο αλλά πέρασαν το τεστ ακοής στην νεογνική ηλικία οι μελετητές τονίζουν την ανάγκη επαγρύπνησης των γονέων. Ενώ το τεστ ακοής είναι ένας αξιόπιστος δείκτης για την νεογνική ηλικία δεν είναι αρκετά σαφής. Χρειάζεται επαγρύπνηση και παρακολούθηση και από τους γονείς και τους επαγγελματίες υγείας για σημάδια στην βρεφική ηλικία που μπορεί να σημαίνουν απώλεια ή αδυναμία στην ακοή.
Η έλλειψη ακοής ή η μείωση αυτής μπορεί να κοστίσουν σημαντικά στην λεκτική ανάπτυξη ενός παιδιού. Για το λόγο αυτό παρότι τα τεστ αυτά υπάρχουν η προσοχή των γονέων είναι απαραίτητη.